στυππειουργός

στυππειουργός
στυππειουργός, , written [full] στυππεουργός,
A tow-worker, PCair.Zen. 489.12 (iii B.C.); also written στιππυουργός, στιπεουργός, στιππουργός, στιπουργός (qq.v.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στυππειουργός — και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον* + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

  • σιππουργός — ο, Α βλ. στυππειουργός …   Dictionary of Greek

  • στιπεουργός — ὁ, Α βλ. στυππειουργός …   Dictionary of Greek

  • στιππουργός — ὁ, Α βλ. στυππειουργός …   Dictionary of Greek

  • στιππυουργός — ὁ, Α βλ. στυππειουργός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”